- ὑπόδικοι
- ὑπόδικοςbrought to trialmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποδικοκατάδικοι — οι, Ν υπόδικοι και κατάδικοι ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδικοι + κατάδικοι. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… … Dictionary of Greek
υπόδικος — Αρχαίος ρυθμικός και μουσικός. Έζησε τον 6o αι π.Χ. . Καταγόταν από τη Χαλκίδα και θεωρείται ως ο νικητής του πρώτου διθυραμβικού διαγωνισμού, που έγινε στην Αθήνα το 508 π.Χ. Επιπλέον συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους εισηγητές χορού ανδρών… … Dictionary of Greek
φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… … Dictionary of Greek
φυλακή — η 1. η φυλάκιση (βλ. λ.): Τον τιμώρησε ο λοχαγός με τρεις μέρες φυλακή. 2. δημόσιο κτίριο, όπου φυλάγονται οι υπόδικοι ή οι κατάδικοι, δεσμωτήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)